- λεκιάζω
- [λεκές]1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις τό 'βαλες τό λέκιασες το πουκάμισο»)2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκιάζω — λεκιάζω, λέκιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λεκιάζω — λέκιασα, λεκιάστηκα, λεκιασμένος 1. μτβ., λερώνω, κηλιδώνω: Λέκιασε το παντελόνι του. 2. αμτβ., λερώνομαι, κηλιδώνομαι: Από τι λεκιάστηκε η γραβάτα σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλέκιαστος — η, ο [λεκιάζω] 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες, ακηλίδωτος, καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, άψογος, άμεμπτος … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
κηλιδώνω — (Α κηλιδῶ, όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [κηλίς] 1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.) 2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας… … Dictionary of Greek
λέκιασμα — το [λεκιάζω] κηλίδωμα, λέρωμα … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
ξελεκιάζω — καθαρίζω κάτι από τους λεκέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λεκιάζω] … Dictionary of Greek
κηλιδώνω — κηλίδωσα, κηλιδώθηκα, κηλιδωμένος 1. λερώνω, λεκιάζω: Κηλιδώθηκε το παντελόνι σου. 2. στιγματίζω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω: Κηλίδωσε την τιμή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)